- αστεργάνωρ
- ἀστεργάνωρ, η (Α)αυτή που δεν έχει αγάπη για τον άντρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + στέργω + -άνωρ < ανήρ (ανδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστεργάνορα — ἀστεργά̱νορα , ἀστεργάνωρ without love of man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)